Θίασος

    Το έργο αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο από το 1821 μέχρι σήμερα.

    Δεν με ενδιαφέρουν, γιατί δεν υπάρχουν, οι ηρωικές πράξεις και οι ήρωες. Πολλά, μορφές και γεγονότα, είναι αμφιλεγόμενα στο διάβα αυτών των αιώνων. Δεν θέλω να ασχοληθώ με την ιστοριογραφία, μ’ αυτό που όλοι ξέρουν, γιατί το διδάχθηκαν στο σχολείο. Ασχολούμαι με αυτό που δεν ξέρουν ότι γνωρίζουν. Μ’ αυτό που είναι κρυμμένο στις σκοτεινές γωνιές της ιστορίας και μπορεί να είναι κρυμμένο, γιατί η συμπυκνωμένη μνήμη, σε σχέση με την ολική γνώση, μοιάζει με την σταγόνα που πέφτει στον ωκεανό.

Με ενδιαφέρει να αναδείξω την πολυχρωμία την πολυσχηματικότητα και τις άπειρες οπτικές που οι μικροί καθημερινοί ήρωες, οι φτωχοί ανώνυμοι, βλέπουν και ερμηνεύουν τα πράγματα. Αυτοί που με διαφορετικό ρούχο, ίδιοι με τον εαυτό τους, αλλά και διαφορετικοί, κατοικούν τις εποχές και τα χρόνια υφαίνοντας το δίχτυ που ονομάζουμε λαϊκή μνήμη. Όμως γνωρίζω ότι οτιδήποτε κινεί την μοίρα τους βρίσκεται πίσω από την σκηνή της ιστορίας, στο παρασκήνιο, που παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο και οδηγεί στην αποστασιοποίηση από το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας και με τελετουργική ακρίβεια επαναλαμβάνεται. Γιατί προσπάθησαν με τον Κοραϊσμό, ως εθνική ιδεολογία, και τον μεταπρατισμό ως βιοπρακτική, να πετύχουν την μετάσταση από τον κοινωνικοκεντρικό τρόπο της παράδοσής τους στην ατομοκεντρική χρησιμοθηρία του δυτικού μοντέλου. Δεν κατάφεραν την μετεξέλιξη, με αποτέλεσμα να μην είναι σήμερα ούτε Ευρωπαίοι ούτε Έλληνες. Ο μύθος μόνον, η υπόθεση, συνδέει την Ελλάδα με την Ευρώπη.

   Οι ήρωες μπορεί να έχουν ή να μην έχουν ένα συγκεκριμένο όνομα, ίσως να μην χρειάζεται, όλοι εξετέθησαν στο πρόσωπο της υπερκατανάλωσης και παρά το γεγονός ότι έρχονται από μεγαλειώδες μυθικό παρελθόν, προσγειώνονται στο ιστορικό παρόν και πηγαίνουν στο μεταφυσικό μέλλον. Γίνονται εξόριστοι του χρόνου, γιατί η ενεργός μετοχή του Ελληνισμού στην Ιστορία, ενδέχεται να αναβιώσει κάποτε από Ταϊβανέζους ή Κινέζους ή Βιετναμέζους, δεν υπάρχει κάποιος εθνικός ή φυλετικός αποκλεισμός.

   Αν έχω τη δυνατότητα, με το έργο μου, να μεταμορφώσω την πραγματικότητα σε ποίηση, θα πω ότι το κριτήριο όποιας αναβίωσης του Ελληνικού τρόπου θα είναι η εμμονή σ’ αυτόν. Να μην επαναληφθεί δηλαδή η αλλοτρίωση, όπως την γνώρισε η Ιστορία, στην περίπτωση της μεσαιωνικής και νεωτερικής Δύσης.

   Το έργο μου θέλω να είναι μια διαρκής υπόμνηση, ότι τίποτα δεν έρχεται όπως το περιμένουμε. Για να επηρεάσουμε την ροή των γεγονότων χρειάζεται όραμα, συνέπεια, συνεχόμενη προσπάθεια και ηθική διαχείριση των γεγονότων, των μύθων και των παραδόσεων. Τεντωμένο σχοινί η Ελλάδα, ανάμεσα Ανατολή και Δύση, καταμεσής η άβυσσος.

Κ.Β. Σπυρόπουλος

«Ένας από τους συντελεστές του θιάσου»

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

   Το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, εορτάζοντας τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, παρουσιάζει την έκθεση του διάσημου και διεθνώς αναγνωρισμένου εικαστικού, Κώστα Σπυρόπουλου, υπό τον τίτλο «Ο Θίασος».

 

Ο καλλιτέχνης, μιλώντας ως μέλος του θιάσου, γράφει για την έκθεση του: 

Δεν με ενδιαφέρει, καθώς δεν υπάρχουν, ηρωικές πράξεις και ήρωες.  Πολλά πράγματα, άνθρωποι και γεγονότα, είναι διφορούμενα μπροστά στο χρόνο.  Αντιθέτως, εμένα με ενδιαφέρει να αναδεικνύω την πολυχρωμία, τις πολλές μορφές και τις άπειρες οπτικές που αντικρίζουν και ερμηνεύουν οι απλοί ήρωες, οι ανώνυμοι κακομοίρηδες της καθημερινότητας.  Αυτοί οι οποίοι, με διαφορετικά ρούχα, ίδιοι μεταξύ τους αλλά και διαφορετικοί, περνάνε τις εποχές και το χρόνο, στην ύφανση του διχτιού που ονομάζουμε «λαϊκή μνήμη».

    Παρακολουθώ τους πρωταγωνιστές της καθημερινότητας, καθώς κινούνται μέσα στον αστικό χώρο, με ή χωρίς ένα συγκεκριμένο όνομα που πιθανότατα να μην τους χρειάζεται καν, υπερβολικά εκτεθειμένοι στο πρόσωπο της υπερκατανάλωσης και, παρόλο που έρχονται στο μεγάλο, μυθικό παρελθόν, προσγειώνονται στο ιστορικό παρόν και συνεχίζουν στο μεταφυσικό μέλλον, έχοντας χάσει όλη τη συνεκτικότητα και τη συνενοχή της γλώσσας τους και έχοντας αποσπάσει την πολιτική από την κοινή ανάγκη και την υπηρεσία στόχου.  Αυτή η «απόσταση», δυστυχώς, σχηματίστηκε «απρόθυμα», χωρίς τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής ενσυναίσθησης, όπως αναφέρει ο Καβάφης:  «Τα μεγάλα τείχη χωρίζουν την πολιτική από την κοινωνία».

Αν μου δοθεί η ευκαιρία, μέσω της τέχνης μου, να κατεβάσω αυτά τα τείχη, θα πρέπει να αλλάξω την πραγματικότητα σε ποίηση, σε συνειδητοποίηση της ιστορίας, αλλά και του ελληνικού πνεύματος που ψιθυρίζει:  Η Ελλάδα είναι ένα τεντωμένο σχοινί, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στο μέσο, η Άβυσσος.

Η έκθεση αποτελείται από 26 κομμάτια μεγάλων διαστάσεων, με θέματα που απεικονίζονται τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν.

 

Επιμέλεια Έκθεσης

Θέμις Βελένη
Δρ Ιστορικός της Τέχνης (ΑΠΘ) – Ανεξάρτητη Επιμελήτρια

Μεταδιδακτορική υπότροφος ΙΚΥ (ΑΠΘ)
Διδάσκουσα στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας

Η ιδιόσημη ζωγραφική του Κώστα Σπυρόπουλου

 

Η ζωγραφική του Κώστα Σπυρόπουλου είναι πρωτίστως χρώμα και σχήμα, ένας διαρκής πειραματισμός με τη σύνθεσή τους στη ζωγραφική επιφάνεια με μία σταθερή, εμμονική σχεδόν, μοτιβική επεξεργασία. Αντλεί το εικονογραφικό του υλικό από ένα μεγάλο εύρος πολιτισμικών συμβόλων και αναπαραστάσεων εντάσσοντάς το με τη σχηματοποίηση, τα έντονα περιγράμματα και τα πλακάτα χρώματα στην Pop Art, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί με τη Ζωγραφική των Χρωματικών Πεδίων μέσα σε ένα μεταμοντέρνο διακαλλιτεχνικό σχήμα που δημιουργεί πίνακες μέσα στον πίνακα. Συνθέτει σύγχρονες αλληγορίες αποσπώντας το υπαρκτό στοιχείο από το περιβάλλον του και μέσω της σχηματοποίησης το μεταμορφώνει σε σύμβολο ανασυντάσσοντάς το σε ένα προσωπικό συνειρμικό σύμπαν.

Ο τύπος της γυναίκας-λουόμενης ή της σύγχρονης μεσήλικα αστής επανέρχεται ως σταθερός άξονας και σημείο αναφοράς στα έργα του και προσδιορίζει τη θέση και τη σημασία των άλλων αντικειμένων. Η γυναίκα στο σύμπαν των εικόνων του λειτουργεί ταυτόχρονα ως καταλύτης αλλά και ως παρατηρητής των συμβάντων, είτε αυτά αφορούν σε μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα, όπως η σχέση τέχνης και επιστήμης ή το δίπολο θρησκεία-επιστήμη, είτε αφορούν σε πιο καθημερινά και τετριμμένα, όπως ένα ποδοσφαιρικό στιγμιότυπο. Ακόμη όμως και στα τελευταία, με την τοποθέτησή τους στο κέντρο του πίνακα και την απόδοση εξέχουσας σημασίας από τον καλλιτέχνη, διαπιστώνει κανείς έναν υφέρποντα ειρωνικό σχολιασμό της νοηματοδότησης των πραγμάτων στη σύγχρονη ζωή.

Η ανδρική παρουσία είναι δευτερεύουσα και εμφανίζεται ως σύντροφος ή ως συνοδοιπόρος στην καθημερινή περιδιάβαση της ζωής. Άλλοτε συγχωνεύεται σε έναν σφιχτό πυρηνικό εναγκαλισμό με το γυναικείο σώμα, όπως στο έργο Βροχή στην πόλη (Rain in the city), και άλλοτε τοποθετείται παράμερα και στο βάθος, απορροφημένη μέσα σε κάποιο στοιχείο εντός της ζωγραφικής αφήγησης, όπως στο έργο Μη αναδυόμενη. Στο έργο αυτό, μέσω της αντίθεσης στην αναπαράσταση των δύο φύλων, προκύπτει πιο εμφατικά ο ρόλος που αποδίδεται στη γυναίκα ως ενεργοποιημένη ύπαρξη. Στην αριστερή πλευρά του έργου και σε πρώτο πλάνο η γυναικεία μορφή στρέφει το σώμα της και κοιτάει προς τον θεατή -χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε αν βλέπει, αφού το βλέμμα της κρύβεται πίσω από τα γυαλιά ηλίου- ενώ η ανδρική μορφή κρυμμένη στα βαριά της ρούχα διαβάζει μέσα από τα γυαλιά ηλίου μία φυλλάδα, αγνοώντας τόσο την ύπαρξη των θεατών όσο και τα τεκταινόμενα του πίνακα. Γυναίκες διαβαίνουν αδιάφορα, κινούμενες σε διαφορετικές κατευθύνσεις, μετέωρες μέσα στον ακαθόριστο χώρο του ζωγραφικού πεδίου και αποκομμένες από το αστικό συμφραζόμενο, ενώ στο κέντρο η θεά Αφροδίτη μάταια αναδύεται αφού κανείς δεν την προσέχει.

Η προσπάθεια για επικοινωνία στα έργα του Κώστα Σπυρόπουλου είναι διαρκής αλλά ματαιώνεται, τα βλέμματα είναι πάντα κρυμμένα και τα σώματα σπανίως συναντώνται. Είναι ενδεικτικό ότι τα μάτια, το κύριο μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας, όταν δεν είναι κλειστά βρίσκονται πίσω από σκούρα γυαλιά ηλίου. Σε δύο περιπτώσεις αποκαλύπτονται τα μάτια: η πρώτη είναι η ζωγραφισμένη σε ποικίλες παραλλαγές προτομή του Κολοκοτρώνη, τονίζοντας έτσι το οξύμωρο των συμβόλων που διατηρούνται ζωντανά (;) μέσα από νεκρά σχήματα, όπως τα αγάλματα, με τη μηχανική επανάληψή τους και, εν τέλει, την κατασκευή του νοήματός τους. Η δεύτερη αφορά στον χειρισμό των ματιών στο έργο Αναδυόμενη Αφροδίτη και COVID 19 στο οποίο τα μάτια γίνονται κεντρικό στοιχείο της σύνθεσης, υπενθυμίζοντάς μας την εμπειρία της χρήσης της μάσκας, που αφήνει ακάλυπτο μόνο το βλέμμα. Εδώ το βλέμμα είναι διαφοροποιημένο στα δύο μάτια, μελαγχολικό και άδειο από τη μία αλλά ζωντανό και αποφασιστικό από την άλλη, εκφράζοντας ίσως τις ποικίλες ψυχικές μεταπτώσεις που προκαλεί μία τέτοια κρίση. Το έργο χωρίζεται με έναν οριζόντιο άξονα στη μέση, ενδεχομένως σηματοδοτώντας την κανονικότητα προ COVID 19 και την τωρινή πραγματικότητα. Συνολικά, μέσα από την ιδιόσημη ζωγραφική του, ο Κώστας Σπυρόπουλος αναδεικνύει το πολύπτυχο δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως εκτυλίσσεται στον σύγχρονο κόσμο, το οποίο, ωστόσο, σημειακά υπερβαίνεται στις στιγμές οικογενειακής ή ερωτικής ευτυχίας.

Επιπλέον, ο καλλιτέχνης μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι η τέχνη είναι ποίηση, αέναη ανακατασκευή και επανοηματοδότηση του κόσμου και ότι η πολιτισμική αξία είναι διαπραγματεύσιμη. Στο έργο Πολιτισμός τα επιλεγμένα στοιχεία, όπως είναι το καράβι, ο ήλιος, το άγαλμα, η γεωμετρία, ο τύπος της Αναδυόμενης Αφροδίτης, συγκροτούν επικριτικά ένα στερεοτυπικό σύμπαν συμβόλων και εικόνων, που αποκομμένα και απομονωμένα από το ιστορικό πλαίσιο και τις κοινωνικές συνθήκες στερούνται του ιστορικού τους νοήματος συνθέτοντας την εικόνα μίας Ελλάδας όπου ο πολιτισμός εξαργυρώνεται με το νόμισμα του τουρισμού, τροφοδοτώντας ένα υδροκέφαλο φαντασιακό με μία επιφανειακή προσέγγιση που αγνοεί ή αδιαφορεί επιδεικτικά για τη μοίρα του τόπου και των ανθρώπων του. Ο σωλήνας πετρελαίου που διαρρέει και διαταράσσει με το μοναδικό οργανικό σχήμα της διαρροής την εντέχνως κατασκευασμένη γεωμετρική κανονικότητα της ελληνικής ιδέας επαναφέρει στην πραγματικότητα τον θεατή. Την επαναφορά αυτή και τη διατάραξη της στερεοτυπικής προσδοκίας μέσα από το φαινομενικά ασύμπτωτο που συνεκδοχικά δημιουργεί μικροαφηγήσεις αξιοποιεί ως σχήμα και σε άλλα έργα, όπως στον κάνναβο με τις προτομές του Κολοκοτρώνη με φόντο την ελληνική σημαία. Στην κεντρική θέση τοποθετεί ένα γαλανόλευκο ποτήρι με καλαμάκι σε ουδέτερο φόντο (παραπέμποντας ίσως στον ελληνικό φραπέ;), αποδίδοντας ειδικό βάρος σε αυτό και υποσκελίζοντας το ιστορικό πρόσωπο. Ακόμη, η σημαία αποδομείται από τη γαλανόλευκη εκδοχή της σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές καταλήγοντας σε αυτό που πραγματικά ήταν πριν λειτουργήσει η συμβολοποίησή της, δηλαδή ορθογώνια εναλλασσόμενα σχήματα, παραπέμποντας διακειμενικά στoν Jasper Johns και τις Τρεις σημαίες (1958) του, και θέτοντας έτσι εκ νέου το ερώτημα «αυτό είναι σημαία ή πίνακας;» δηλώνοντας τη διαρκή επαναδιατύπωση των πραγμάτων. To ίδιο συνεκδοχικό εύρημα συναντά κανείς και στο έργο Globalization όπου η εικόνα του Εσταυρωμένου προβάλλεται πάνω στο περίγραμμα ενός μαχητικού αεροπλάνου με φόντο την αμερικανική σημαία και τα πακέτα βοήθειας που ρίχνει το αεροπλάνο, μία σύνθεση οπτικού υλικού από την Ανατολή και τη Δύση, μία διελκυστίνδα που φαίνεται να απασχολεί τον καλλιτέχνη ως προς τη συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας.

Αξιοσημείωτο στοιχείο στην εικαστική γραφή του καλλιτέχνη είναι το non finito που συναντά κανείς σε ορισμένα έργα, όπως στο Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα (The mirror has two faces) και στο έργο H σχετικότητα της ύπαρξης. Η ίδια μορφή επαναλαμβάνεται στη μία εκδοχή της χρωματισμένη και στην άλλη μόνο με το περίγραμμα της. Εξαίρεση αποτελεί το χρυσό φωτοστέφανο της non finito μορφής που παραπέμπει στη βυζαντινή αγιογραφία, αναγνωρίσιμο και αυτό στοιχείο της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης, το οποίο στη χρωματισμένη μορφή μεταμορφώνεται σε ομπρέλα, σύμβολο προστασίας από τις καιρικές και όποιες άλλες συνθήκες. Πάλι εδώ, και λόγω του τίτλου, ο καλλιτέχνης πραγματεύεται κάτι που γίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι. Το αρχικό non finito σχήμα επιδέχεται πολλές παραλλαγές και επομένως και ερμηνείες, ανάλογα με τη ζωγραφική επεξεργασία και τα συμφραζόμενά του. Το πλαίσιο (το θεώρημα της Σχετικότητας) διαμορφώνει τη συνθήκη ύπαρξης, αλλά ταυτόχρονα διαφοροποιείται εμφανώς από τις εξέχουσες μορφές ως δεδομένα διαφορετικών κόσμων που δεν συνάδουν, δεν συγχρωτίζονται ούτε εναρμονίζονται, ωστόσο συνομιλούν διαχρονικά προσφέροντας τη δυνατότητα κίνησης του ανθρώπου στη φυσική και μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων. Παράλληλα, το non finito αποτελεί μία υπενθύμιση της ζωγραφικής-κατασκευαστικής υπόστασης του έργου, όπως αντίστοιχα και τα έντονα περιγράμματα, η δημιουργία αίσθησης cutout με τα λευκά περιγράμματα, η σχηματοποίηση και το στυλιζάρισμα, οι ιδιότυπες αντισυμβατικές σκιές, κ.ά.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος είναι ένας ποιητής των χρωμάτων και των σχημάτων. Με την επιλεκτική αξιοποίηση ορισμένων οπτικών clichés προτείνει νέους τρόπους επεξεργασίας του εικονογραφικού υλικού και διαμορφώνει ένα σύγχρονο προσωπικό υπερρεαλιστικό pop ιδίωμα που συγκροτεί μέσω του χρώματος, του σχήματος, της κλίμακας, της διάταξης και της διακειμενικότητάς του ένα ειρωνικό παιχνίδι επανοηματοδότησης κατορθώνοντας να προκαλέσει μέσα από την κοινοτοπία την έκπληξη.